μανουηλάτον

μανουηλάτον
μανουηλᾱτον, τὸ (Μ)
βλ. μανολάτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μανολάτον — μανολᾱτον και μανουηλᾱτον, μανοηλᾱτον μανωλᾱτον ή μανουλᾱτον, τὸ (Μ) χρυσό βυζαντινό νόμισμα που κόπηκε επί Μανουήλ Κομνηνού και έφερε την εικόνα του. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”